Το Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου ήταν υπό κατάληψη για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες (από 13/11 μέχρι 3/12/2014), με κυλιόμενες γενικές συνελεύσεις όλων των σχολών ανά βδομάδα. Απέναντι στην αδυναμία του ιδρύματος να λειτουργήσει και στα προβλήματα που το μεγαλύτερο κομμάτι των φοιτητών αντιμετωπίζει μέσα κι έξω από τις σχολές, η κατάληψη θεωρήθηκε η μόνη λογική απάντηση. Η συνεχόμενη όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και η υποτίμηση της εργασίας και κάθε πτυχής της ζωής των εκμεταλλευόμενων κομματιών της κοινωνίας σήμερα, αντανακλώνται και μέσα στο πανεπιστήμιο, το οποίο αποτελεί χώρο παρκαρίσματος ανέργων για λίγο χρονικό διάστημα και ταυτόχρονα εργοστάσιο παραγωγής του ιδανικού εργαζόμενου/πολίτη για το μοντέλο στρατιωτικοποιημένης εργασίας και ζωής/κοινωνίας που προωθείται. Παράλληλα με αυτά τα χαρακτηριστικά, η εφαρμογή του νέου νόμου για την παιδεία από το υπουργείο, σε συνδυασμό με τον τρόπο διαχείρισης της κατάστασης από τις πρυτανικές αρχές, τη διοίκηση και τα συμβούλια των καθηγητών, έχουν καταστήσει αδύνατη τη λειτουργία πολλών τμημάτων, προκαλώντας τη δυσκολία ολοκλήρωσης των υποχρεώσεων ή/και των σπουδών για πολλούς φοιτητές.
Αυτή τη βιωμένη πραγματικότητα συμπλήρωσαν οι εικόνες καταστολής των κινητοποιήσεων του ΕΚΠΑ και οι μαθητικές καταλήψεις πανελλαδικά, καθώς και τα μαθήματα αξιοπρέπειας που έδιναν με τους αγώνες τους, οι έγκλειστοι σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, το ίδιο διάστημα και προηγουμένως.
Χαρακτηριστικό του κλίματος που υπήρχε από την αρχή ήταν ότι στην πρώτη γενική συνέλευση της 13/11 υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία του σώματος ψήφισμα αλληλεγγύης στον αναρχικό απεργό πείνας Ν. Ρωμανό, στο οποίο επισημαινόταν και η πολιτική σημασία της ληστείας τράπεζας.
Το κλίμα
Οι θεματικές της πρώτης γ.σ. στις 13/11, αλλά και των επόμενων, ήταν “η πολιτική και η εκπαιδευτική συγκυρία”, ωστόσο αποτελούσαν απλά την αφορμή για να αρθρωθούν οι πραγματικοί λόγοι που έφεραν μαζικά τους φοιτητές στο αμφιθέατρο για να συμμετάσχουν στις συλλογικές τους διαδικασίες, μετά από ένα χρόνο σιγής και αδράνειας (μέσα στο προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος δεν είχε κατορθωθεί να γίνει καμία γ.σ. όλων των σχολών). Μία γενική συνέλευση φοιτητών όλων των σχολών είναι μια συλλογική διαδικασία που μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά για το κίνημα σε πολλές περιπτώσεις, παραμένει όμως μια διαδικασία διαταξική στην οποία συμμετέχουν άνθρωποι από την πλευρά των εκμεταλλευόμενων, όπως και από αυτή των εκμεταλλευτών. Έτσι, καθώς η κάθε πλευρά βρέθηκε στη συνέλευση για να υποστηρίξει τα συμφέροντά της, ήταν πολύ εμφανής η σύγκρουση συμφερόντων των “από κάτω” και των “από πάνω” που διαπερνά όλη την κοινωνία, γεγονός που γινόταν αντιληπτό και από τους λόγους που αναπαράγονταν. Από κάθε γσ στην επόμενη, η εικόνα των δύο διαφορετικών κόσμων που συγκρούονται ζωγραφιζόταν όλο και πιο έντονα.
Η εικόνα αυτή μπορούσε να γίνει αντιληπτή και στα κείμενα και τα αιτήματα της κατάληψης. Από την αρχή, ο λόγος και τα αιτήματα δεν περιορίζονταν στα συνήθη -λίγο πολύ- συντεχνιακά αιτήματα των φοιτητών, αλλά ξεκινούσαν από αμιγώς φοιτητικά ζητήματα, όπως η μη εφαρμογή του οργανισμού, των διαγραφών φοιτητών στις σχολές και το στεγαστικό πρόβλημα των φοιτητών και επεκτείνονταν στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι εκμεταλλευόμενοι της κοινωνίας. Ζητήματα όπως η κατάσταση εξαίρεσης που βιώνουν πρόσφυγες και μετανάστες και η τεχνητή παρανομοποίηση τους, η υποτιμημένη εργασία, οι πολιτικοί κρατούμενοι, η κατασκευή φυλακών τύπου γ, δεν αποτελούσαν απλά bullets στο τέλος ενός κειμένου, αλλά αιχμές του λόγου που αρθρωνόταν, καθώς και των δράσεων της κατάληψης.
Τα αντιδραστικά κομμάτια
Κάθε -ακόμα και μικρή- κινηματική δράση αντιμετωπίζει και την ανάλογη αντίδραση από την πλευρά της κυριαρχίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δυνάμεις που ενοχλήθηκαν από την αυθόρμητη δημιουργία κινήματος, που τάραζε τα νερά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και μάλιστα σε μια περίοδο όπου δεν υπήρχε παράλληλα κάποιο κύμα φοιτητικών κινητοποιήσεων, ήταν πολλές.
Εντός των γενικών συνελεύσεων, το μπλοκ της αντικατάληψης, απαρτιζόταν από τις αναμενόμενες πολιτικές δυνάμεις της κυριαρχίας (ΠΑΣΠ,ΔΑΠ), διαφόρων ειδών φασίστες και απολίτικους μικροαστούς αγανακτισμένους για τα μαθήματα που θα έχαναν. Οι δύο οργανωμένες δυνάμεις ανταγωνίζονταν μεταξύ τους προσπαθώντας να αφυπνίσουν κάθε ακροδεξιό και συντηρητικό στοιχείο και να τα συνενώσουν υπό την αιγίδα τους, ώστε να επικρατήσουν στις γενικές συνελεύσεις. Οι απολίτικοι μικροαστοί έκαναν μια προσπάθεια οργάνωσης κατεβάζοντας δικό τους πλαίσιο και στη συνέχεια συνεργάστηκαν με την ΠΑΣΠ. Όταν όλα τα κόλπα και οι συμμαχίες είχαν πλέον αποτύχει (σε κάθε γενική συνέλευση ο αριθμός συμμετεχόντων αυξανόταν κατακόρυφα, ενώ το ποσοστό που ήταν υπέρ της κατάληψης αυξανόταν επίσης) (ενδεικτικά…..), οι υπερασπιστές του κράτους και του κεφαλαίου εφάρμοσαν μοτίβο συγκυβέρνησης και συνεργάστηκαν ανοιχτά κατεβάζοντας επισήμως κοινό πλαίσιο στο οποίο κάλεσαν κάθε συντηρητικό φοιτητή να συμμαχήσει μαζί τους για το άνοιγμα του πανεπιστημίου.
Μέσα στο μπλοκ της αντικατάληψης υπήρχαν και κάποιοι στους οποίους αξίζει κανείς να αφιερώσει μια ξεχωριστή παράγραφο, εκείνοι που πάντα επάξια περιφρουρούν την αστική νομιμότητα και την αντεπανάσταση, εκείνοι που κατάντησαν τον κομμουνισμό βρισιά. Ο κύριος ρόλος του ΜΑΣ στις συνελεύσεις ήταν η γνωστή καραμέλα της συμπόρευσης της εργατικής τάξης με το ΠΑΜΕ και η εμμονή του με τις τμηματικές συνελεύσεις, υποβαθμίζοντας την αναγκαιότητα ύπαρξης της γενικής συνέλευσης όλων των σχολών. Η μόνη εμφάνιση τους στο υπό κατάληψη πανεπιστήμιο ήταν το ‘’copy-paste’’ των δράσεων του συντονιστικού, τις οποίες στη συνέχεια προσάρμοσε στο πλαίσιο του. Δεν παρέλειπαν να λασπολογούν ενάντια στον α/α χώρο που συμμετείχε στο συντονιστικό (κατηγορώντας μας όλους ότι παίρνουμε γραμμή από Κουμουνδούρου). Ο λόγος τους ήταν απλά προβοκατόρικος, με απουσία σοβαρών πολιτικών επιχειρημάτων.
Εκτός γενικών συνελεύσεων, το μπλοκ της αντικατάληψης απάρτιζαν η πρυτανεία, η διοίκηση, κομμάτια των καθηγητών, καθεστωτικά ΜΜΕ και τοπικοί άρχοντες. Όλοι αυτοί, κρατώντας είτε συντηρητικές και δεξιόστροφες, είτε απλά ευθυνόφοβες στάσεις δεν παρέλειπαν καθημερινά να δημιουργούν κλίμα κάνοντας με διάφορους τρόπους προπαγάνδα για χαμένα εξάμηνα, φθορές, την έλευση της δευτέρας παρουσίας κ.λπ. Επίσης, μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας, παρά τα προφανή της συμφέροντα, κράτησε αρνητική στάση τόσο απέναντί στην κατάληψη όσο κι απέναντι στις κινητοποιήσεις. Ενόσω το πανεπιστήμιο ήταν κατειλημμένο, δεν ήταν λίγες οι φορές που ανέβηκαν σε καθεστωτικά sites παραπλανητικές φήμες για “φωτιές και βανδαλισμούς στο Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου, το οποίο έχει καταληφθεί από μια μειοψηφία”, ενώ ταυτόχρονα φασιστικές ιστοσελίδες εκτόξευαν έμμεσες απειλές.
Στην προσπάθεια να εξευρεθούν λύσεις για τα θέματα στέγασης και σίτισης το συντονιστικό της κατάληψης πραγματοποίησε μια σειρά από “θεσμικές επισκέψεις’’ στο δημαρχείο, ύστερα από τις οποίες ο δήμαρχος δήλωσε ότι θα θέσει τα ζητήματα στο δημοτικό συμβούλιο, κάτι που φυσικά δε συνέβη. Σύμφωνα με τον ίδιο το δήμαρχο, Μαρινάκη, το δημοτικό συμβούλιο αρνείται να συζητήσει τα αιτήματα των φοιτητών διότι οι ίδιοι οι καταληψίες του πανεπιστημίου κατέλαβαν στη συνέχεια το δημαρχείο. Κάποιοι από εμάς δεν έτρεφαν αυταπάτες ότι τέτοια ζητήματα λύνονται μέσα από θεσμικές διαδικασίες και δημοτικά συμβούλια. Παρόλα αυτά με τη δήλωση του ο Μαρινάκης ανέδειξε άθελα του τη σύνδεση και την ιστορική συνέχεια των αγώνων. Πολλά από τα “θρασίμια” του πανεπιστημίου στάθηκαν αλληλέγγυα στον αγώνα του αναρχικού Ν. Ρωμανού συμμετέχοντας στη κατάληψη του δημαρχείου.
Τρεις εβδομάδες κατάληψης
Μέσα στις τρεις βδομάδες κατάληψης και κινηματικών δράσεων και εκδηλώσεων αναδείχτηκαν και στηρίχθηκαν στην πράξη ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα και αγώνες πέρα απ’ τα πανεπιστημιακά. Σε αυτό το διάστημα, η πανεπιστημιούπολη από ένα λευκό αποστειρωμένο χώρο είχε μετατραπεί σε ένα χώρο γεμάτο με πολιτικά συνθήματα που αντικατόπτριζαν πολλές πτυχές της ζωής των καταπιεσμένων, όπως αντισεξιστικά-αντιομοφοβικά, αντιρατσιστικά-αντιφασιστικά, σε πολλές γλώσσες, αντικρατικά κ.α. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, το περιεχόμενο των αντισεξιστικών μηνυμάτων φαίνεται πως έθιγε τη μικροαστική αισθητική ορισμένων, καθώς έγινε προσπάθεια να “φιμωθούν” συγκεκριμένα συνθήματα. Ο πολιτικός αντίλογος και η χρήση επιχειρημάτων έκαμψε τα σεξιστικά και ομοφοβικά στοιχεία των “ενοχλημένων”, ανοίγοντας μία γόνιμη συζήτηση ενδοκινηματικά για ζητήματα φύλου και ομοφοβίας. Τις δράσεις και τα χαρακτηριστικά του κατειλημμένου Παν/μίου προώθησε ιδιαίτερα η δημιουργία αυτοοργανωμένου ραδιοφωνικού σταθμού εντός του, με ενημερωτικές και θεματικές εκπομπές που αφορούσαν μετανάστες, φυλακισμένους, κριτική ψυχολογία, φύλο και σεξουαλικότητα, αντιπληροφόρηση και άλλα. Παράλληλα, η συστηματική παρουσία καταληψιών στους δρόμους, παρενοχλούσε την κανονικότητα και την ησυχία της πόλης με τις συχνές δυναμικές πορείες και συγκεντρώσεις που καλούσε το συντονιστικό.
Το συντονιστικό της κατάληψης, παρόλο που αποτελούταν από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, κατάφερε -παρά τις όποιες διαφορές- να δημιουργήσει ένα κλίμα συνεργασίας και πολιτικού πολιτισμού διατηρώντας πάντα τη διαδικασία οριζόντια. Ο κινηματικός χαρακτήρας των γενικών συνελεύσεων και των συντονιστικών δε δημιουργήθηκε από τη συμμετοχή μόνο οργανωμένων πολιτικών χώρων, αλλά και από την ενεργή συμμετοχή πολλών ανένταχτων φοιτητών. Οι ανένταχτοι, με την αποφασιστικότητα τους, έδιναν ζωντάνια στις διαδικασίες, τη συνδιαμόρφωση και τα χαρακτηριστικά του αγώνα. Η κατάληψη στηριζόταν και από μεγάλο κομμάτι μεταπτυχιακών, οι οποίοι είχαν για πρώτη φορά δικαίωμα λόγου και συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων στις γενικές συνελεύσεις των προπτυχιακών, που κερδήθηκε μέσα από το πλαίσιο του συντονιστικού κατάληψης. Λίγες μέρες μετά την έναρξη της κατάληψης στο Παν/μιο, ελήφθη απόφαση για κατάληψη και από το σύλλογο του ΤΕΙ Ρεθύμνου. Αν και το κατειλημμένο ΤΕΙ στήριξε σε πολλές περιπτώσεις την κατάληψη του πανεπιστημίου μέσω κοινών δράσεων, δυστυχώς, η κατάληψη του πανεπιστημίου δεν έδειξε από τη μεριά της την αντίστοιχη στήριξη στην κατάληψη του ΤΕΙ.
Το συντονιστικό της κατάληψης ήταν πάνω από όλα μια κινηματική διαδικασία και δεν αποτέλεσε προεκλογικό μαγαζάκι για κανένα συγκεκριμένο πολιτικό σχηματισμό. Στη διάρκεια της χτίστηκαν σχέσεις εμπιστοσύνης, προωθήθηκε ο α/α λόγος στο πανεπιστήμιο, βρήκε χώρο και αντίκρυσμα. Είδαμε στην πράξη ότι το πρόταγμα για αυτοοργάνωση και ακηδεμόνευτο αγώνα μπορεί να συσπειρώσει κόσμο σε κινηματικές διαδικασίες. Αποτιμούμε την κατάληψη και το κίνημα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ως μια θετική και χρήσιμη για το μέλλον παρακαταθήκη.